μονοκάταρτος

μονοκάταρτος
-η, -ο
(για πλοία) αυτός που έχει ένα μόνο κατάρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + κατάρτι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονόστηλος — η, ο 1. (για πλοίο) αυτός που έχει έναν μόνο ιστό, ένα μόνο κατάρτι, μονοκάταρτος 2. (για έντυπο κείμενο) αυτός που έχει στοιχειοθετηθεί και τυπωθεί σε πλάτος μιας μόνο στήλης ενός εντύπου, που καταλαμβάνει μία μόνο στήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) *… …   Dictionary of Greek

  • μονόστηλος — η, ο 1. για πλοία που έχουν ένα κατάρτι, μονοκάταρτος. 2. (για έντυπο), κάτι που δημοσιεύεται τυπωμένο στο πλάτος μιας στήλης: Το άρθρο του δημοσιεύτηκε μονόστηλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”